δίξιφος

δίξιφος
-η, -ο
(για εργαλεία) αυτός που έχει δύο λεπίδες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γάβρος — Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 760 μ., 53 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναυπακτίας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πυλλήνης. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ.,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”